βιβλιακος

βιβλιακος
    βιβλιακός
    βιβλιᾰκός
    3
    1) книжный
    

(σελίδες Anth.)

    2) начитанный, ученый
    

(ἐν ἱστορίᾳ Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βιβλιακος" в других словарях:

  • βιβλιακός — ή, ό (AM βιβλιακός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία 2. ο πολυμαθής από τη μελέτη βιβλίων 3. ο σχολαστικός …   Dictionary of Greek

  • βιβλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στα βιβλία ή προέρχεται απ αυτά: Η βιβλιακή του γνώση είναι τεράστια. 2. ο πολυμαθής και σχολαστικός: Είναι άτομο βιβλιακής σοφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιακῶν — βιβλιακός versed in books fem gen pl βιβλιακός versed in books masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιακαῖς — βιβλιακός versed in books fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιακοί — βιβλιακός versed in books masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιακῆς — βιβλιακός versed in books fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»